γκολ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. goal], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το τέρμα. Υποκορ. γκολάκι, το. Μεγεθ. γκολάρα, η. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- βάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «είναι πολύ καλός παίχτης και σε κάθε παιχνίδι θα βάλει τουλάχιστο ένα γκολ». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού κατάφερε να την πάει στο δωμάτιο, σίγουρα θα βάλει γκολ». γ. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου, τη φέρνω σε αίσιο τέλος: «μπορεί να παιδευτεί λίγο, αλλά στο τέλος πάντα βάζει γκολ, γιατί είναι ικανός άνθρωπος»·
- βγάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «στο σημερινό παιχνίδι ο τάδε έβγαλε δυο γκολ». β. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου: «κουράστηκα πολύ μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά στο τέλος έβγαλα γκολ»·
- βγαίνω γκολ, α. εξουθενώνομαι ψυχικά ή σωματικά ύστερα από δύσκολη κατάσταση ή μεγάλη προσπάθεια: «βγήκα γκολ, μέχρι να τον πείσω να μην καταθέσει τη μήνυση || βγήκα γκολ, μέχρι να βάλω τάξη στο υπόγειο». β. μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι, και μέχρι το βράδυ είχα βγει γκολ»·
- γίνομαι γκολ, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δε σηκώνει το ποτό και, μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια, γίνεται γκολ». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- γκολ φωτοβολίδα, βλ. λ. φωτοβολίδα·
- (δε) μετράει το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) (δεν) κατακυρώνεται υπέρ της ομάδας που το πέτυχε, (δεν) είναι άκυρο: «επειδή ο παίχτης ήταν οφσάιντ, δε μετράει το γκολ που έβγαλε || το γκολ μετράει, γιατί ο παίχτης δεν ήταν οφσάιντ»·
- (δεν) πιάνεται το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. (δε) μετράει το γκολ·
- είμαι γκολ, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «μετά από τέτοια κρασοκατάνυξη, όταν γύρισα στο σπίτι, ήμουν γκολ». (Τραγούδι: ξημερώνει πάλι μ’ αδειανό κεφάλι. Από το αλκοόλ είμαι πάλι γκολ είμαι μαύρο χάλι). Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- κάνω γκολ, βλ. φρ. βγάζω γκολ·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μπαίνω γκολ, αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «καταπιάστηκα με δουλειά που δεν την ήξερα, και μπήκα γκολ»· βλ. και φρ. βγαίνω γκολ·
- μπήκε γκολ, (για αρρώστους) πέθανε: «οι γιατροί έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους, αλλά ο άρρωστος στο τέλος μπήκε γκολ». Από το ότι το γκολ αποτελεί ένα οδυνηρό τετελεσμένο γεγονός·
- το γκολ της τιμής, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το μοναδικό τέρμα που πετυχαίνει η ομάδα εκείνη η οποία ηττάται με πολλά τέρματα: «προς το τέλος του αγώνα η ομάδα μας πέτυχε το γκολ της τιμής κι έτσι το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε 5-1»·
- το χρυσό γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το γκολ που όποια ομάδα το πετυχαίνει, αναδεικνύεται νικήτρια: «στο τελευταίο λεπτό του αγώνα ο τάδε παίχτης πέτυχε το χρυσό γκολ κι έστειλε την ομάδα του στην επόμενη φάση της διοργάνωσης». Αντίθ. ο ξαφνικός θάνατος·
- τον βγάζω γκολ, βλ. φρ. τον κάνω γκολ·
- τον κάνω γκολ, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα γκολ». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- του ’δωσε γκολ στο πιάτο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος συντελεστής για την επίτευξη του τέρματος που σημειώθηκε από συμπαίχτη του, γιατί του έδωσε πολύ πετυχημένη μπαλιά, γιατί του έδωσε μπαλιά λουκούμι: «αφού άδειασε ο τάδε παίχτης όλη την αντίπαλη άμυνα, πάσαρε στον τάδε συμπαίχτη του και του ’δωσε γκολ στο πιάτο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έτοιμο· βλ. και φρ. μπαλιά λουκούμι και μπαλιά τρύπα·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βάλαμε γκολ στην αντίπαλη ομάδα, αμέσως μόλις άρχισε ο αγώνας: «η ομάδα πετούσε μέσα στο γήπεδο, γιατί τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·
- τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. φρ. τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- τρώω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δέχομαι τέρμα: «στο τελευταίο λεπτό η ομάδα μας έφαγε γκολ και χάσαμε το παιχνίδι». β. παθαίνω ζημιά, καταστροφή, ιδίως στη δουλειά μου: «όλοι φάγαμε γκολ με την τελευταία υποτίμηση της δραχμής»·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η αντίπαλη ομάδα έβαλε γκολ στην ομάδα μας, αμέσως μόλις άρχισε το παιχνίδι: «κόπηκαν τα πόδια μας, γιατί φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·